- τηλόθε
- τηλόθε , (ν)a adv., from afar
τὸ δὲ κλέος τηλόθεν δέδορκε O. 1.94
(αἰετός)ὃς ἔλαβεν αἶψα, τηλόθε μεταμαιόμενος, δαφοινὸν ἄγραν ποσίν N. 3.81
b prep. c. gen., far fromἔστι δ' ἐοικὸς ὀρειᾶν γε Πελειάδων μὴ τηλόθεν ὠαρίωνα νεῖσθαι N. 2.12
πέταται δ' ἐπί τε χθόνα καὶ διὰ θαλάσσας τηλόθεν ὄνυμ αὐτῶν N. 6.48
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.